- επιδοτικός
- -ή, -ό (AM ἐπιδοτικός, -ή, -όν) [επίδοση](για συνδέσμους και μόρια) αυτός που προσδίδει μεγαλύτερη έμφασηαρχ.1. αυτός που προσφέρει πρόθυμα σε όσους έχουν ανάγκη2. ο πρόθυμος να υποχωρήσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιδοτικός — ready to give to those who masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοτικά — ἐπιδοτικός ready to give to those who neut nom/voc/acc pl ἐπιδοτικά̱ , ἐπιδοτικός ready to give to those who fem nom/voc/acc dual ἐπιδοτικά̱ , ἐπιδοτικός ready to give to those who fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοτικόν — ἐπιδοτικός ready to give to those who masc acc sg ἐπιδοτικός ready to give to those who neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοτικήν — ἐπιδοτικός ready to give to those who fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
μηδέ — και μήδε και μάιδε και μαϊδέ και μουδέ και μούδε (ΑΜ μηδέ, Μ και μήδε και μήδεν και μηδές και μοῡδε και μουδέν) (συμπλεκτικός σύνδεσμος που συνδέει κατά παράταξη δύο μέρη αρνητικής πρότασης ή ολόκληρες αρνητικές προτάσεις ή σπαν. και μετά από… … Dictionary of Greek
επιτατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που επιτείνει, που επαυξάνει την τάση, που προκαλεί επίταση. 2. έντονος, ζωηρός, σφοδρός. 3. «επιτατικός προσδιορισμός», επίρρημα ή επίθετο ή σύνδεσμος που επαυξάνει τη σημασία όρου της πρότασης, επιδοτικός: Και βέβαια να με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)